- στέργω
- ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.)2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα βέλτιστα» — να δέχεσαι τα σημερινά, αλλά να επιδιώκεις τα καλύτερανεοελλ.(ιδίως στον τ. στρέγω) ταιριάζω, αρμόζωαρχ.1. είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος με κάτι, αρκούμαι σε κάτι («ἔστεργον τὰ παρεόντα» — ήμουν ευχαριστημένος με την παρούσα κατάσταση, Ηρόδ.)2. περιβάλλω κάποιον με αγάπη, αισθάνομαι για κάποιον στοργή (α. «στέργειν τοὺς γονέας», Δημοσθ.β. «στέρξον φίλον», ΠΔγ. «ὑπὸ τῶν ἀποικων στεργόμεθα», Θουκ.)3. (σπάν.) αισθάνομαι ερωτική έλξη, επιθυμώ σαρκικά («ἄλλην τιν' εὐνὴν ἀντὶ σοῡ στέργει πόσις;», Ευρ.)4. (γενικά) αγαπώ σφοδρά, αγαπώ πολύ («τὴν δ' ἀλήθειαν στέργειν», Πλάτ.)5. επιθυμώ κάτι πολύ, ικετεύω για κάτι («Ἀπόλλω καὶ κασιγνήταν... στέργω... μολεῑν», Σοφ.)6. (προστ.) στέρξονκάνε μου τη χάρη, θα μέ υποχρεώσεις... («στέρξον, ἱκετεύω», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέργω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sterg- «φροντίζω, προσέχω» και έχει συνδεθεί με τα: αρχ. ιρλδ. sere «αγάπη» και αρχ. σλαβ. strěga «φροντίζω, προσέχω». Από την απαθή βαθμίδα τής ρίζας έχουν σχηματιστεί τα στέργημα, στέργηθρον, στερκτός, ενώ στην ετεροιωμένη βαθμίδα ανάγεται η λ. στοργή. Το ρ. στέργω, με αρχική σημ. «περιβάλλω κάτι με αγάπη, αισθάνομαι για κάποιον στοργή» (κατά ένα μέρος συνώνυμο με το αγαπώ) χρησιμοποιήθηκε κατ' επέκταση και με τη σημ. «είμαι ευχαριστημένος με κάτι, αρκούμαι σε κάτι, συγκατατίθεμαι, συναινώ». Το ρ. στέργω, τέλος, σπάνια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ερωτική έλξη, σαρκικό πόθο, όπως το ρ. ἐρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.